Νίκος Παπαδημητρίου
17-03-2012
Ευτυχή κατάληξη είχε τελικώς το «μεγαλύτερο βιομηχανικό-οικονομικό σκάνδαλο στη μεταπολεμική Ευρώπη», όπως είχε χαρακτηρίσει την υπόθεση της Siemens η ομώνυμη εξεταστική επιτροπή της Βουλής. Ευτυχή, όμως, για τα συμφέροντα της εταιρείας και μόνο.
Ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε μεταξύ του ελληνικού Δημοσίου και του ομίλου Siemens εγκρίθηκε ομόφωνα από το Υπουργικό Συμβούλιο –την εισήγηση έκανε ο Ευ. Βενιζέλος– και είναι θέμα λίγων ημερών η κατάθεσή του στη Βουλή και η κύρωσή του από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η ίδια πλειοψηφία που αποφάσισε τη συγκρότηση εξεταστικών και προανακριτικών επιτροπών, τώρα βάζει ταφόπλακα στην περαιτέρω διερεύνηση ευθυνών πολιτικών προσώπων.
Άτιμος συμβιβασμός
Ο συμβιβασμός είναι ανεπιτυχής, όπως προκύπτει από την ίδια την έρευνα της Βουλής. Η Siemens καλείται να καταβάλει 170 εκατ. ευρώ, όταν η ίδια η εξεταστική επιτροπή υπολόγιζε κατ’ εκτίμηση τη ζημία του ελληνικού Δημοσίου στα 2 δισ. ευρώ. Το νούμερο αυτό, ακόμη κι αν ήταν διαπραγματευτικό χαρτί σε έναν μελλοντικό συμβιβασμό, είναι προφανές ότι απέχει έτη φωτός από αυτό που τελικά συμφωνήθηκε.
Εξάλλου τα 2 δισ. δεν προέκυψαν αυθαίρετα, αλλά ύστερα από υπολογισμούς των βουλευτών-μελών της εξεταστικής και πρώτα απ’ όλα λόγω του καπέλου 10% που έμπαινε στις συμβάσεις της επίμαχης περιόδου. Το παρακάτω χωρίο είναι από τα πρακτικά του πορίσματος της Εξεταστικής: «Η ομάδα αυτή, δομημένη ιεραρχικά και αποτελούμενη οπωσδήποτε από περισσότερα των τριών προσώπων, εν γνώσει της συγκροτήθηκε, αποφάσισε και πραγματοποίησε δωροδοκίες ανώτατων αξιωματούχων, πολιτικών, μελών κυβερνήσεων κτλ., με διαρκή δράση στην Ελλάδα από το Νοέμβριο του 1998 και τουλάχιστον μέχρι το 2008, ύψους πολλών εκατομμυρίων ευρώ, υπολογιζομένου του ποσού της δωροδοκίας σε ποσοστό 2% για κάθε επιμέρους σύμβαση –επί του κοστολογίου (“τζίρου”) του έργου– για τα πολιτικά πρόσωπα, όπως προέβλεπε το λεγόμενο ΣΧΕΔΙΟ ΤΗΣ ΜΗΤΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ (πρβλ. σελ. 3 της με αριθμό F. 092/221/4880 απόφασης του Ειρηνοδικείου Μονάχου), και με 8%, προοριζομένου για τους ανώτατους αξιωματούχους του κράτους».
Σε κάποιες μάλιστα μεγάλες συμβάσεις η ζημία για τα συμφέροντα του Δημοσίου ήταν ακόμη μεγαλύτερη: «Η ζημία για την Προγραμματική Συμφωνία 8002 [σ.σ.: αυτή με την οποία η Siemens έγινε αποκλειστικός προμηθευτής του ΟΤΕ] ήταν περίπου 40% επί του τζίρου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη και η αντίστοιχη πτώση τιμών στη διεθνή αγορά. Η ζημία για την τεχνική υποστήριξη [σ.σ.: του ΟΤΕ] ήταν 35% για τα έτη 2003 -2004 και 46% από το 2005 έως το 2010» (από τα πρακτικά και πάλι). Και αυτό είναι μόνο το σκέλος του ΟΤΕ. Αν προσθέσει κανείς οπλικά συστήματα, το C4I, μηχανήματα υγείας κ.ά., τότε εύκολα γίνεται αντιληπτό το εύρος της κατασπατάλησης των χρημάτων των φορολογουμένων.
Θολά επενδυτικά σχέδια
Παρά ταύτα, η κυβέρνηση αγνόησε τα πορίσματα και κατέληξε σε συμφωνία, επηρεασμένη πιθανώς και από τη δεινή θέση στην οποία έχουν περιέλθει χώρα και οικονομία. Τα βασικά, λοιπόν, κέρδη του Δημοσίου είναι τα εξής:
• Παροχή προς το ελληνικό Δημόσιο από τη Siemens ύψους 80 εκατ. ευρώ, μέσω του συμψηφισμού ισόποσων απαιτήσεων της Siemens έναντι διάφορων δημόσιων φορέων –π.χ. από αγωγές κατά νοσοκομείων– έπειτα από διαδικασία επαλήθευσης των απαιτήσεων αυτών.
• Παροχή προς το ελληνικό Δημόσιο ύψους 90 εκατ. ευρώ για τη χρηματοδότηση φορέων και δραστηριοτήτων του.
Επιπλέον, η εταιρεία υπόσχεται να κάνει μια επένδυση ύψους 100 εκατ. ευρώ εντός του 2012, χωρίς άλλες λεπτομέρειες. Μια επένδυση που θα τη βοηθήσει, όπως αναφέρεται στο κείμενο της συμφωνίας, να διατηρήσει τους 600 εργαζόμενους που έχει στη χώρα (σύμφωνα ωστόσο με τον «Ελεύθερο Τύπο» της 11ης Μαρτίου, αυτοί έχουν ήδη μειωθεί στους 459). Ταυτόχρονα η εταιρεία εξετάζει το ενδεχόμενο κατασκευής νέου εργοστασίου, προϋπολογισμού άνω των 60 εκατ. ευρώ, στο οποίο θα απασχοληθούν άλλοι 700 εργαζόμενοι.
Παράλληλα, η εταιρεία θα προβεί σε δημόσια δήλωση αναγνώρισης της «δυναμικής και της ανθεκτικότητας της οικονομίας της Ελλάδας», δήλωση χωρίς κόστος για την ίδια φυσικά. Σε ό,τι αφορά, τέλος, την πάταξη της διαπιστωμένης διαφθοράς, η Siemens δεσμεύεται ότι θα εφαρμόσει προγράμματα που εφαρμόζονται και στις ΗΠΑ, επίσης πως θα συντρέξει τις δικαστικές έρευνες «σε σχέση με τη συνεχιζόμενη ποινική διαδικασία κατά φυσικών προσώπων».
Τα οφέλη για την εταιρεία
Μικρά λοιπόν τα αντίδωρα για το Δημόσιο, τη στιγμή που η Siemens αποκομίζει πολύ συγκεκριμένα οφέλη από το συμβιβασμό, αφού αναγνωρίζεται η συνεργασία της εταιρείας, υπό τη νέα της διοίκηση ασφαλώς, στη διαλεύκανση του σκανδάλου. Επιπλέον, το κράτος θα δηλώσει ότι «η εταιρεία αποτελεί αξιόπιστη και υπεύθυνη επιχείρηση, υπό την έννοια του άρθρου 45 της Οδηγίας 2004/18 ΕΚ, ώστε να αίρονται εμπόδια συμμετοχής της εταιρείας σε δημόσιους διαγωνισμούς».
Ακόμη «το ελληνικό Δημόσιο παραιτείται από τις αστικές και διοικητικές αξιώσεις και πρόστιμα κατά της εταιρείας», κάτι που αποτελούσε αίτημα των βουλευτών της εξεταστικής επιτροπής, αλλά και, πολύ παλιότερα, του Γ. Α. Παπανδρέου.
Ο ζημιογόνος για το ελληνικό Δημόσιο συμβιβασμός συνέπεσε χρονικά με την εμβάθυνση του γερμανικού ελέγχου στο ελληνικό κράτος, γεγονός που ενισχύει την καχυποψία των πολιτών. Πόσο μάλλον που η Siemens τροφοδοτούσε, κατά δήλωση του μέλους της Εξεταστικής για λογαριασμό του ΣΥΡΙΖΑ Δ. Παπαδημούλη, τα ταμεία του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, των κομμάτων δηλαδή που συναπαρτίζουν σήμερα την κυβέρνηση Παπαδήμου.
Διαφορετική, ωστόσο, είναι η ανάγνωση του κειμένου του συμβιβασμού από βουλευτή της πλειοψηφίας που διατέλεσε επίσης μέλος της Εξεταστικής. Όπως δήλωσε στην «F.S.», «η Siemens αναγνωρίζει ό,τι έγινε και ζητά συγνώμη. Υποχρεώθηκε δε να το κάνει μετά τα πορίσματα στα οποία κατέληξε η Εξεταστική. Τα ποσά που η εταιρεία θα δώσει στο Δημόσιο είναι σε ευθεία συνάρτηση με τη θέση της χώρας στο ευρωπαϊκό και διεθνές στερέωμα».
Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗΣ
Η Siemens έχει τόσο παλιά ιστορία στη χώρα μας όσο και ο... ΟΤΕ. Εγκαθίσταται άμα τη ιδρύσει του εθνικού Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών το 1949, σε ρόλο μονοπωλιακού προμηθευτή. Η κυβέρνηση Κων. Καραμανλή επιχειρεί να βάλει τάξη με την ίδρυση, το 1977, της Ελληνικής Βιομηχανίας Ηλεκτρονικών, με μετόχους την ΕΤΒΑ και τον ΟΤΕ, που στόχο είχε τη λειτουργία βιομηχανικής μονάδας παραγωγής ηλεκτρονικού τηλεπικοινωνιακού υλικού για τον ΟΤΕ και όχι μόνο. Η ΕΛΒΗΛ θα επιβιώσει μόλις μία δεκαετία, καθώς το 1987 ζητούν την κατάργησή της δύο στελέχη, τότε, του ΟΤΕ, ο Τ. Μαντέλης και ο Θ. Τόμπρας. Και το πετυχαίνουν εντέλει, παρά τη σοβαρή διαφωνία του τότε υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών Κ. Μπαντουβά.
Από εκείνο το χρονικό σημείο και πέρα αρχίζει η χρυσή περίοδος της Siemens, που γίνεται και πάλι ο μονοπωλιακός προμηθευτής του ΟΤΕ, με απευθείας αναθέσεις. Μεγάλα συμβόλαια κλείνει η εταιρεία τα τελευταία δύο χρόνια της οκταετίας του Ανδρέα Παπανδρέου, για να φτάσουμε στην οικουμενική κυβέρνηση του Ξ. Ζολώτα και το πράσινο φως που οι πολιτικοί αρχηγοί άναψαν στην προμήθεια 470.000 ψηφιακών παροχών με απευθείας ανάθεση. Κυβερνήσεις φεύγουν κι έρχονται, το ίδιο και οι αρμόδιοι υπουργοί, τίποτα όμως δεν αλλάζει για τη γερμανική εταιρεία.
Ενώ τα σκοτεινά πεπραγμένα της Simens είναι γνωστά στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, το κουβάρι αρχίζει να ξετυλίγεται όχι από δω, αλλά από το εξωτερικό. Η Εισαγγελία του Μονάχου αλλά και οι Αρχές των ΗΠΑ (η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μαζί με το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης) αρχίζουν εις βάθος έρευνα από τα τέλη του 2006. Η πίεση είναι μεγάλη και η ίδια η εταιρεία αποφασίζει τη διενέργεια εσωτερικού ελέγχου. Τα υπόλοιπα ήταν απλώς θέμα χρόνου.
Source : citypress
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου